Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008

Λόγω καιρού...

Γιώργος Ιωάννου, Ομίχλη

Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Eίχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες".
Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.
Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.
H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα.
Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω.
Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει.
Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους…
Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.
Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα.
(από τη Μόνη Κληρονομιά, Κέδρος 1982)





->και ένα ποίημα θα βάλω. Σκεφτόμουν να αφιερώσω διαφορετικά ποστ για να τα ανεβάσω. Αφού θέλω όμως και τα δύο, θα μπουν και τα δύο.


Τα πάθη της Βροχής

Ἐν μέσῳ λογισμῶν καί παραλογισμῶν

ἄρχισε κι βροχή νά λιώνει τά μεσάνυχτα

μ' αὐτόν τόν νικημένο πάντα ἦχο

σί, σί, σί.

Ἦχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,

ἦχος κανονικός κανονικῆς βροχῆς.


Ὅμως ὁ παραλογισμός

ἄλλη γραφή κι ἄλλην ἀνάγνωση

μοῦ 'μαθε γιά τούς ἤχους.

Κι ὅλη τή νύχτα ἀκούω καί διαβάζω τή βροχή,

σίγμα πλάι σέ γιῶτα, γιῶτα κοντά στό σίγμα,

κρυστάλλινα ψηφία πού τσουγκρίζουν

καί μουρμουρίζουν ἕνα ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ.


Κάθε σταγόνα κι ἕνα ἐσύ,

ὅλη τή νύχτα

ὁ ἴδιος παρεξηγημένος ἦχος,

ἀξημέρωτος ἦχος,

ἀξημέρωτη ἀνάγκη ἐσύ,

βραδύγλωσση βροχή,

σάν πρόθεση ναυαγισμένη

κάτι μακρύ νά διηγηθεῖ

καί λέει μόνο ἐσύ, ἐσύ,

νοσταλγία δισύλλαβη,

ἔνταση μονολεκτική,

τό ἕνα ἐσύ σά μνήμη,

τό ἄλλο σάν μομφή

καί σάν μοιρολατρία,

τόση βροχή γιά μιά ἀπουσία,

τόση ἀγρύπνια γιά μιά λέξη,

πολύ μέ ζάλισε ἀπόψε ἡ βροχή

μ' αὐτή της τή μεροληψία

ὅλο ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ,

σάν ὅλα τ' ἄλλα νά 'ναι ἀμελητέα

καί μόνο ἐσύ, ἐσύ.

(από Το λίγο του κόσμου,1971)
Κική Δημουλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: